- ερωτιάρης
- -α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, οερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτριν-ιάρης, κοκαλ-ιάρης, ψωρ-ιάρης κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτιάρης, -α, -ικο — αυτός που του αρέσει να ερωτεύεται, ερωτύλος, αλλ. κορτάκιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
αγαπησ(ι)άρης — (ι)άρα, (ι)άρικο 1. φιλόστοργος, εύσπλαχνος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτύλος, φιλήδονος, ερωτιάρης 3. αυτός που προκαλεί την αγάπη, που αγαπιέται εύκολα, ο αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπησα, αόρ. τού ρ. αγαπώ + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
αλεκτρυώδης — ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, ες (Α) [ἀλεκτρυών] ερωτιάρης σαν κόκορας «πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης» … Dictionary of Greek
γαργαλιάρης — ο (θηλ. γαργαλιάρα, η) [γαργάλα] 1. αυτός που γαργαλιέται εύκολα 2. ο ερωτιάρης … Dictionary of Greek
εραστριώ — ἐραστριῶ, άω (Μ) [εραστής] είμαι ερωτιάρης, επιρρεπής στον έρωτα … Dictionary of Greek
ερωτότροπος — η, ο (Μ ἐρωτότροπος, ον) ερωτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρωτας + τροπος < τρέπω] … Dictionary of Greek
ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
ποθιάρης — ιάρα, ιάρικο, Ν γεμάτος ερωτικό πόθο, ερωτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, παθ ιάρης)] … Dictionary of Greek
σεβνταλής — ο, θηλ. σεβνταλού, Ν 1. αυτός που έχει σεβντά, ερωτοχτυπημένος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβντάς + κατάλ. λής (πρβλ. θεριακ λής, μερακ λής)] … Dictionary of Greek